- αλιτενής
- ἁλιτενής, -ές (Α)1. αυτός που εκτείνεται στη θάλασσα ή κοντά στη θάλασσα2. (για χώρες ή εδάφη) επίπεδος, πεδινός3. (για πλοία) αυτός που δεν έχει τρόπιδα (καρένα)4. (για τη θάλασσα) ανάβαθος, ρηχός.[ΕΤΥΜΟΛ. < ἁλι-* (< ἅλς) + -τενής < *τένος (< τείνω)].
Dictionary of Greek. 2013.